- πεντηκονταέξ
- πεντηκοντα-έξ,A fifty-six, LXX 1 Es. 5.10, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεντηκονταέξ — Α άκλ. (απόλ. αριθμτ.) πενήντα έξι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ἕξ] … Dictionary of Greek